- σωφρόνισμα
- τὸ, Α [σωφρονίζω]σωφρονισμός, τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωφρόνισμα — chastisement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονίσμασιν — σωφρόνισμα chastisement neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρόνισις — ίσεως, ἡ, Α [σωφρονίζω] το σωφρόνισμα* … Dictionary of Greek